- θυηπόλος
- θυηπόλος, -ον θηλ. και -η (Α)1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.)2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.)3. επιγρ. ιερέας4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι)οι Εστιάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-φάγος) + -πόλος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αι-πόλος, ακρο-πόλος].
Dictionary of Greek. 2013.